- διφήτωρ
- διφήτωρ, ο, η1. αυτός που ερευνά2. φρ. α) «βυθῶν διφήτορες» — αλιείς, δύτεςβ) «χρυσοῡ διφήτορες» — χρυσοθήρες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοιχοδιφήτωρ — ορος, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + διφήτωρ «αυτός που αναζητά»] … Dictionary of Greek
διφήτορες — δῑφήτορες , διφήτωρ a searcher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφήτορι — δῑφήτορι , διφήτωρ a searcher masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)